Για ακόμη μια φορά δεν βγήκε πουθενά . Και όλο προχωρούσε και πήγαινε . Και έστριβε ,δεξιά και αριστερά , πάλι τίποτα. Παραδέχτηκε πως ο λαβύρινθος την είχε νικήσει -άραγε να ταν μεγαλύτερος από εκείνους της καρδιάς της ; Και αντοχές πολλές δεν είχε η πριγκίπισσα ,αφού ποτέ οι δικοί της δεν την άφησαν μόνη και μακρυά απ' τη ζεστή και φιλόξενη αυλή . Ήταν όμορφη, ήταν και έξυπνη , σιγά μην τους αφήσει να τρέχει στα άλλα τα βασίλεια με το φως ,σκέφτονταν. Πάντα προτιμούσε το σκοτάδι όπως ήταν η νόρμα στο βασίλειο εκείνο,ο εθιμοτυπικός κανόνας, αλλά τούτη ήτανε περίεργη .Έψαχνε και αναζητούσε πράγματα ενώ τα είχε όλα. Και απροσάρμοστη. Πόσο απροσάρμοστη. Σκοτάδι έδινες ; Φως εκείνη. Φως έδινες ; Σκοτάδι εκείνη. Μαύρο ; Άσπρο. Άσπρο; Μαύρο. Τίποτα ενδιάμεσο.
Στα παραμύθια και τις παραδόσεις έμαθε για την Ζεστασιά . Που 'να ξερε η μικρή ότι για να την πετύχεις θέλει κόπους . Και θυσίες . Και κούραση. Δεν της είπε δα και κανείς ότι για να πάει στον κόσμο με τον Ήλιο θα ήταν τόσο δύσκολο και μέσα από δαιδαλώδεις διαδρόμους και αν την άφηνε ο Φύλακας που και αυτός την αγαπούσε σαν κορούλα του ,ε και ; Τόσους και τόσους που την αγαπούσανε είχε απορρίψει για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.,σκέφτηκε με ένα μικρό γελάκι.Αυτή θα έβλεπε το Φως.
Μα τώρα δεν είχαν νόημα όλα αυτά . Χαμένη ήταν από χέρι στους ατέλειωτους διαδρόμους και τις πόρτες και άρχισε να είναι σίγουρη ότι στον λαβύρινθο εκείνο θα έμενε για πάντα.
Αν την έβρισκε ο φύλακας όμως, θα θυμόταν να πει πόσο φοβάται μακρυά του και πόσο λάθος έκανε που δεν τον άκουσε και πως από εκείνη την ώρα θα έμενε μαζί του -το τέλειο κορίτσι θα ταν. Από δω και μπρος θα τον σεβόταν παραπάνω.
Δεν έρχονται όμως όλα όπως τα θέλουμε εμείς.
Χάνεσαι και έρχεται η Λήθη.