7.3.24

του θανάτου (part 2)




Με βλέπω να τη χάνω την ευκαιρία. Δε μου βγαίνει, ρε παιδί μου, πώς το λένε. Τι πάει να πει, μη φοβάμαι κι έχει ησυχία εδώ; Αυτό ακριβώς φοβάμαι. Την ησυχία. Τόσος κόσμος και τίποτα. Σαλιγκάρι σέρνεται και σου γρατζουνά τα μηνίγγια. Ούτε ν’ ανασάνεις, όχι να μιλήσεις. Πλακώνουν οι ενοχές. Εγώ θορυβώ, οι άλλοι όχι. Εγώ ανασαίνω, εσύ όχι. Και ναι, φοβάμαι. Ούτε εδώ μπορώ να μιλήσω ελεύθερα. Τάφος σου λέει ο άλλος. Πας στοίχημα; Γειτονιές ολόκληρες γίνανε οι τάφοι. Και κουτσομπολεύουν οι γειτονιές. Να, πριν από λίγο. Ο πόνος πόνος αλλά η εσείς ποιον χάσατε περιέργεια, περιέργεια. Γι’ αυτό σου λέω. Κι οι τάφοι αυτιά. Μωρέ, λέξη δε βγάζω. Τώρα θα μου πεις, μπορούμε να τα πούμε πνευματικώς. Έχεις τα προσόντα να μ’ ακούσεις. 

Δε θέλω έτσι. Δε θέλω. Κουράστηκα με το πνευματικώς. 

Πνευματικώς μου τα λέω συνέχεια. 

Σωματικώς θέλω, σωματικώς, να ουρλιάζω και να χαίρομαι. Και πάλι δεν ξέρω.

Αν μπορούσα να στα πω, εννοώ, θα στα έλεγα; 

Και γιατί δε σου τα έλεγα πριν; Δεν ξέρω, δεν ξέρω. 


Πόσο μπορεί να τσαλακώνεται για να μην τσαλακωθεί κανείς; Πόση κούραση. 

Άκρη δε βγάζω. 

Πάω. Ίσως δε διάλεξα τη σωστή ώρα. 

Ίσως είναι ώρα αιχμής. Με το λιοπύρι θα ‘ρθω. 


Και βλέπουμε.





υγ. δικό της, για να μη το χάσω (και καλά)