3.6.21

θάλασσα



Κι είναι και κάτι άλλο που θέλω να σου πω, μη σε παρακαλώ τρομάξεις, δεν είναι τίποτα, τίποτα δεν είναι, μόνο που να, σήμερα, ρώτησε το κορίτσι που με κουρεύει τι είν’ αυτό, αγνώριστη η φωνή του, τι είναι αυτό, κι ήταν αυτό δυο τρύπες στρογγυλές στην κεφαλή μου, οδήγησε το χέρι μου και ψηλάφησα η τυφλή τους κρατήρες, εκεί χαμηλά, σχεδόν στη βάση, μην τρομάξεις, τίποτα δεν είναι, κάπως θα πρέπει τα μαλλιά μου να ‘πεσαν, δεν αντέχουνε οι τρίχες τους σεισμούς, πολύ τον φιλοξένησα τον εγκέλαδο στο κεφάλι μου και βρήκε και αλώνισε ο χωριάτης κι ύστερα μάλωσα με το γιατρό, άγχος το λένε αυτό που έχεις, κάπνισμα το λένε, επέμενα εγώ, με κοίταζε περίεργα, τον πήρα από το χέρι, τον έσυρα στο σπίτι μου και του ‘δειξα τη θάλασσα κάτω απ’ το μπαλκόνι μου, εύφορη θάλασσα, είκοσι χρόνια την καλλιεργώ κρυφά τις νύχτες, εύφορη θάλασσα, είκοσι χρόνια το φεγγάρι δεν το βλέπω, τη θάλασσα ταΐζω μόνο, δες τη, του λέω, γεμάτη ψάρια η θάλασσά μου, την έχω θρέψει με το φόβο μου, περπατάς και δε βουλιάζεις, έσκυψε, είδε τις γόπες και δε μίλησε


δικό της (για να μη το χάσω αν το σβήσει ποτέ η ίδια)