Εγώ και εσύ πάντα αγαπούσαμε να μαθαίνουμε. Αυτή ήταν η φύση μας. Ταιριάζαμε. Και πάντα είχαμε ερωτήσεις. Για όλα. Άλλωστε, κάθε ερώτηση είναι ένα νέο πιθανό πεδίο γνώσης. Αμφισβητούσαμε ακόμα και τα πιο βασικά concepts, τις πιο αντικειμενικές αλήθειες. Θυμάμαι που καθόμασταν τα βράδια του Αυγούστου με το παράθυρό μας ανοικτό και τον κόσμο έξω να αλυχτάει και τις απευθύναμε ο ένας στον άλλο. Για να σου πω την αλήθεια, εγώ δεν περίμενα τις απαντήσεις από εσένα. Πιο πολύ ήθελα να σε ρωτάω για να βλέπω την απορία μου στο δικό σου πρόσωπο. Πιο πολύ ήθελα να σε ρωτάω γιατί ήσουν μαζί μου. Έχει μια παράξενη παρηγοριά να μοιράζεσαι τις απορίες σου, το έχεις σκεφτεί αυτό; Εγώ το είχα σκεφτεί. Και όταν τις σκεφτόσουν με γοήτευες ακόμα παραπάνω. Γιατί με τις απορίες γινόμασταν ένα. Οι απορίες είναι η ουσία της συντροφικότητας, η μοιρασιά της μοναχικότητας, η βάση του αγώνα μας. Εσύ όμως όντως περίμενες απαντήσεις στις δικές σου ερωτήσεις. Και ομολογώ με σάστιζες με κάποιες από αυτές.
Τις θυμάμαι ακόμα κάποιες, άκου να τις θυμηθείς και εσύ.
Πόσο διαρκεί το πάντα;
Τι σημαίνει το μαζί;
Πιο απλά δεν μπορείς; Δεν θέλω lecture περί συντροφικότητας.
Όχι ε;
Θα μου ξαναφύγεις; Θα μπορέσω να σε βρω;
Πως σε βρίσκει κάποιος ρε γαμώτο;
Γιατί να μη μπορώ να σε βρίσκω όταν σε χρειάζομαι;
Έχεις σκεφτεί να είσαι απλά λάθος σε όλα;
Γιατί να σε χρειάζομαι;
Γιατί να σε αγαπάω;
Εσύ; Με αγαπάς;
Γιατί με αγαπάς;
Τώρα να μου πεις, όχι σε δέκα μέρες.
Και προπαντός όχι μέσω του καταραμένου blog σου. Έχω αρχίσει να το μισώ.
Τώρα.
Τώρα γαμώτο. Ξέρεις τι σημαίνει τώρα;
Δεν σου απάντησα ποτέ και πολύ καλά, ε;
Ούτε τώρα μπορώ, πάντως.
Μόνο τραγούδι σου έχω.