Σε αγαπώ όπως κάποιος αγαπά μια κοπέλα που δεν ακουμπάει, μόνο της γράφει, κρατά μικρές φωτογραφίες της.
Όσο με θυμάμαι πάντα σε σένα πήγαιναν αυτά που έγραφα. Και όταν δεν είναι, κάνω πως είναι, για να τα γράψω ωραία, για να σε σκέφτομαι την επόμενη ώρα με ονειροπόλο βλέμμα και για να φαντάζομαι τα μάτια σου να διαβάζουν. Και πιάνει για μένα, ξέρεις. Πάντα έπιανε. Και φωτογραφίες σου κρατάω, μη νομίζεις πως τις χάνω, δεν νομίζω να με αφήσουνε . Αποκόμματα, που μαζί κάνουν το πιο ωραίο κολαζ στον κόσμο, όχι κολάζ μάλλον, αλλά παζλ. Ένα πάζλ πολυσύνθετο, για σένα που είσαι πολυσύνθετη μες στην ιδιορρυθμία και την απόκοσμη ομορφιά σου.
Και οδηγώ στην πόλη, μια ίντσα από την παράνοια, ντροπιασμένος από την συναισθηματικότητά μου και την πιθανή μου αγάπη. Και βλέπω, άλλους ανθρώπους και πάμε και καθόμαστε σε μέρη, κοιταζόμαστε για τρεις ώρες και οι ζωές μας σμίγουν. Τρομάζουμε με τη ματαιότητα των ζωών των άλλων. Οι Ζωές των Άλλων, η ψυχαγωγία μας, το όπιο της ψυχής μας. Και ξαναοδηγώ ντροπιασμένος από την συναισθηματικότητά μου. Θα έπρεπε να είχε φύγει μέχρι τώρα και αυτή μα δεν καταλαβαίνει, άλλωστε όλα είναι τόσο ξεκάθαρα πια, τόσο καθαρά μόνο οι τυφλοί δεν βλέπουν, μα πάντα τυφλός ήμουν, τυφλός μες στην ντροπή μου, ποτέ δεν είπα πως βλέπω.
Φταίει φαίνεται που σ'αγαπώ όπως κάποιος αγαπά μια κοπέλα που δεν ακουμπάει, μόνο της γράφει, κρατά μικρές φωτογραφίες της.